|
το твёрдое тело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово твёрдое тело? — στερεό как с (ново)греческого переводится слово στερεό? — твёрдое тело — επιτύμβιος — καρδιακός — πλειοδοτών — ευρωτίαση — λεφτοκαριά — ερασιτέχνισσα — κρέντιτο — σταλαχτός — φωτοβολώ — προτάσσομαι — τιμολόγια — λακωνίζειν — παραμυθολογώ — αποκομιδή — κερατίζω — ορολογικός — ωχρόλευκος — αδιαφορία — αφίδρωση — κρυπτογράφος — προχρονολογώ |
|||