Новогреческий словарь
δεντρόκηπος
δεντρόκηπ|ος
ο 1)
фруктовый сад
;
2)
лесопарк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фруктовый сад
? —
δεντρόκηπος
как на
(ново)греческом
будет слово
лесопарк
? —
δεντρόκηπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεντρόκηπος
? — фруктовый сад, лесопарк
#
(ново)греческий словарь
—
ατάσθαλος
—
όνος
—
αφουγκριέμαι
—
στροβιλισμός
—
πεποικιλμένος
—
Κοράνι
—
φωσφορικός
—
ακοιμησιά
—
πατάκα
—
σκεπός
—
αντινευρωτικός
—
αποτυφλώνω
—
φιλεργατικός
—
αναπάλλομαι
—
γλωσσομιξία
—
βουρβουλακιάζω
—
ιαματικά
—
αδικημένος
—
μασκάρεμα
—
παυσίπονος
—
ιατρόσημον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,