|
вплавь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вплавь? — κολυμβητά как с (ново)греческого переводится слово κολυμβητά? — вплавь — χαλκοτύμπανο — αμπάρι — βρογχίδιο — ξανθωπός — γυμνόπους — ρύζι — διαλογίζομαι — ομοταξία — απελπισία — ζεύγομαι — σύντομος — χελώνια — εφτανησιακός — καύχηση — ηλεκτροπτικός — ξέφωτος — καβατζάρω — Φαίακες — ανέγερση — αποθέσιμο — ομοιόβαθμος |
|||