|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δακτυλογραφέσσα? — — τροχαίος — ξεστραβώνομαι — κλειδοθήκη — μπουκουνιά — γαστριμαργικός — θαλασσοποίησις — ζλάπι — ορνιθοκομικός — προγονολάτρης — κοπαδιάρικος — χαλίκι — σμπάρο — προσαρτώ — αλετρόπιασμα — ωραιόπαθος — εξήκοντα — εκπίεση — λουθουνάρι — τσεπούλα — μεγάτιμος — συλληπτήριος |
|||