|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιπαντέλαιο? — — εκτελεστικός — χαλιέμαι — δελίνι — πικραμυγδαλόλαδο — φαγεδαινισμός — σύρσιμο — ξαφνιάζω — φτερωτός — κολλαριστός — λιόλουστος — μωλωπίζω — σφακελισμός — χαλκεύς — θεολογώ — διφυής — δόγμα — μεσημερίαζομαι — άστιφτος — φόνος — θανατοφοβία — ανύπαντρος |
|||