|
предаваться, отдаваться; ~ομαι στην επιστήμη — отдаваться науке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предаваться? — δίνομαι как на (ново)греческом будет слово отдаваться? — δίνομαι как с (ново)греческого переводится слово δίνομαι? — предаваться, отдаваться — κατσικοπόδαρη — αναγνωσματάριο — οικουμενικότης — διατάσσω — φωτοσφαίρα — αρβανίτικος — αρρωστάω — αρτήρ — σφιχτήρας — σκαλέτα — πτέρωση — ρευστότητα — υδροσφαίρα — αιθυλαιθήρ — μυξομάντηλο — κακομελετώ — αναδειγμένος — ξανθότριχος — ξιφομαχώ — αιγίλωψ — κοκεταρίζομαι |
|||