|
посыпать чем-л. ; ~ μέ αλεύρι — посыпать мукой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посыпать? — πασπαλίζω как с (ново)греческого переводится слово πασπαλίζω? — посыпать — καταδολιεύομαι — απεργιακός — παρηγοριέμαι — αερομεταφορέας — μυθιστορηματικός — χείρ — εντάμωση — ελαφροζυγιάζω — δυσδιάβατος — αντροχωρίστρα — κορεατικός — χαμόγελο — τσουχτερός — αισχρόλογο — παραφωνάζω — εμμηνορραγία — εμφανοτυπικός — ανακυκλικός — δραματοποιούμαι — κερώνω — φιλόγυνος |
|||