|
η дымоход, труба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дымоход? — καμινάδα как на (ново)греческом будет слово труба? — καμινάδα как с (ново)греческого переводится слово καμινάδα? — дымоход, труба — στέρεα — αντίσκομμα — παρήγορος — δελεάζομαι — καταζητώ — αδρότητα — αχορήγητος — έκπληξη — ορνιθοπωλείο — κουτράω — καλωδιώνω — μάντρεμα — γλωσσιάζω — μετόχι — επιχορήγηση — αγριάπιδο — αμπελοτόμος — βδελυρός — μασσέρ — αδόλεσχος — αδέρφωμα |
|||