|
ангелочек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ангелочек? — αγγελουδάκι как с (ново)греческого переводится слово αγγελουδάκι? — ангелочек — παπαδοπούλα — ανοσοποιώ — φυσιολατρικός — εμπειριοκρατικός — ακερμάτιστος — κατεδάφιση — σφάζω — ελευθερώτρια — ώσπου — δύσκολος — απαξίωση — τηλεφώνημα — ασπροσίτι — πολυσαρκία — διατροφή — πταρνίζομαι — βομβυκοτρόφος — χαρτοπωλείο — καλειδοσκόπιο — αιματίτης — λεπτεπίλεπτος |
|||