|
το лестничная клетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лестничная клетка? — κλιμακοστάσιο как с (ново)греческого переводится слово κλιμακοστάσιο? — лестничная клетка — δονζουύν — αντιδογματικά — λαδερός — κληρονομικός — αμφίκυρτος — κακοκέφαλος — παντού — ρακιτζής — κολακευτικώς — παλιός — φωτομοντάζ — ομιλούμενη — αναπόδραστα — στυπτικός — επιγένεσις — δυσανάλογος — διολίσθηση — εκτίναξη — καραντουζένι — σφραγισμένος — εδράζομαι |
|||