|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεριδίτσα? — — δραματοποιούμαι — δεκάτισμα — βαρκούλα — έκθλιψη — εγκλιτικός — κλαψοπαναγιά — αδελφοσύνη — γενίκευση — βενζινοπώλης — ηκροάσθην — συναγορεύω — λάσιος — σέλωμα — μπινιάρης — καπνοσύριγξ — συναινετικός — κολοκυθοκεφτές — κυνήγημα — μεγαλούτσικος — μυελίνη — απόδιαβα |
|||