Новогреческий словарь
φτηνός
φτηνός
дешёвый
;
~ό αστείο — дешёвая острота
;
~ή επιτυχία — дешёвый успех
;
===
ακριβός στά πίτουρα καί ~ στ' αλεύρι — [phrase]шампанское пьём, а на спичках экономим[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дешёвый
? —
φτηνός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φτηνός
? — дешёвый
#
(ново)греческий словарь
—
σπονδυλοαρθρίτιδα
—
δέντρο
—
ακροδυνία
—
ανεπιθεώρητος
—
νυχτοπέτα
—
σταθμά
—
ψυχρίτσα
—
πετροκότσυφας
—
ροκέττα
—
σός
—
διαβαστερός
—
τερατωδώς
—
παράτα
—
αλογόπετσο
—
λαφροχαϊδεύω
—
αστένευτα
—
θερμοηλεκτροπαραγωγικός
—
τάζομαι
—
μουκαλιτλίκι
—
διαρρηκτικός
—
φελάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве