Новогреческий словарь
αντίθετο
αντίθετο
το
противное
;
ισχυρίζομαι τό ~ — утверждать противное
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
противное
? —
αντίθετο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντίθετο
? — противное
#
(ново)греческий словарь
—
εξωδερμίδα
—
αποτυφλωτικός
—
τοπογραφικός
—
λατινιστί
—
ισραηλίτης
—
υπερχείλιση
—
ευμάρεια
—
μπαγιάτικος
—
αποκριανός
—
τοιχοδομία
—
αψυχοπόνια
—
προδιάσκεψη
—
εργαστηριακός
—
ζώσιμο
—
καφετής
—
τσαγκάρικος
—
αποθηριώνω
—
ισχυρότερος
—
καμωματάκι
—
ιονισμός
—
τρίχινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве