παραμεθόρι|ος

формы словаβ
παραμεθόρι|ος
пограничный;
          οι ~οι πληθυσμοί — население пограничных районов



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пограничный? — παραμεθόριος
как с (ново)греческого переводится слово παραμεθόριος? — пограничный


λιπόσαρκοςδεκατιάκαταδιωκτικόςαναλφαβητισμόςπροσκύνημαγκερίζιανεμομείκτηςΤαξιάρχηςκεδρωτόςβιολοντσέλλοεκφοβώοδομετρικόςπίσωθετηλεαυτοματικήγερμένοςευκολόπιαστοςνάρκηανάρχιστοςσύντομοςμεθερμήνευσημέλημα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit