|
: άραθα μάραθα — галиматья, дребедень #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άραθα? — — πάτωμα — έμεση — λάχανο — κουτσομπόλεμα — ανακατωτός — μαγκιά — αυτοδιοίκητος — χειριστήριο — τσαγερί — υποτονικότητα — ξυλογραφικός — περιφρονητής — ξεψειρίζω — καθετοποιούμαι — λαφίνα — βιντεοκάμερα — απόσπερος — εμπεδώνω — τσαμπουκαλίδικα — δευτερόλεφτο — αναδυόμενος |
|||