|
ленточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ленточный? — ταινιοειδής как с (ново)греческого переводится слово ταινιοειδής? — ленточный — μετιοπίας — Μολδαυός — κατάθλιψη — εληά — κόνις — υφάλμυρος — παραφυάδα — αγγονή — αξιοθέατα — λαγίνα — καταθέτρια — πολυκομματισμός — πάροικος — Θεοκυήτωρ — χιονιάς — μακρομικρόμετρον — τζιγέρι — κοσκινίδια — ανόρεκτος — αντικαταθλιπτικό — νεκροφυλακείο |
|||