Новогреческий словарь
ταινιοειδής
ταινιοειδ|ής
ленточный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ленточный
? —
ταινιοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταινιοειδής
? — ленточный
#
(ново)греческий словарь
—
καλπονοθεύω
—
πλιατσικολόγος
—
μεσαπηλιώτης
—
εμφάνιση
—
παραπλανώ
—
δουλόφρων
—
δίσεχτος
—
τεσσαρακονταετία
—
ανεξεύρετος
—
κοινόλεχτος
—
σκυθρωπά
—
θηλή
—
κίρρωσις
—
φαλλικός
—
αντιμοναχικός
—
οπάλι
—
ακτινικός
—
μεταξουργείο
—
νοσταλγώ
—
κουρνιασμένος
—
γυναικοφοβία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве