|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωογένεση? — — μουρουνέλαιο — αλοτρίβανος — εξακόντιση — ταριχευτής — μανουσάκι — γιαταγάνα — ημίχρονο — βραδύπλους — άδελφατο — αρνησίχριστος — ηδονοβλεψία — συνύφανση — ασπροβολώ — ωννομανής — άλκαλι — εφορεία — χουλιγκανισμός — ξυλοπόδαρο — χοντροκοπάνισμα — φασαρία — λιγούρεμα |
|||