|
длинноволосый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинноволосый? — μακρομάλλης как с (ново)греческого переводится слово μακρομάλλης? — длинноволосый — κεδρόμηλο — σέλλωμα — γεμιστήρας — γυμνόστηθος — περιθωριακός — ελασσον — ρετουσάρισμα — ψύχωση — ζωτικότητα — κωδωνοκρούστης — στερεά — νιόπαντρος — βισμουθιακός — Λ — αυγαταίνω — εμπερικλείω — απαράβλαφτος — κάκτος — αμφοτερίζω — ανεξάντλητα — φράττω |
|||