Новогреческий словарь
χρεωστικός
χρεωστικός
1)
долговой
;
~ή απόδειξη — долговая расписка
;
~ά ομόλογα — долговые векселя
;
2) фин.
дебетовый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
долговой
? —
χρεωστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
дебетовый
? —
χρεωστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεωστικός
? — долговой, дебетовый
#
(ново)греческий словарь
—
πολυόροφος
—
εντοπισμός
—
κάμπτω
—
διαφάνεια
—
συνδιαλλαγή
—
βιοποριστικά
—
ερεονητέος
—
στέγνη
—
αδελφοπαίδι
—
εκάτερος
—
εκατοστάρικο
—
φτερώνω
—
αιμωδίαση
—
μεταπλαστικός
—
καταχειροκροτούμαι
—
αβροέπεια
—
αστρογγύλευτος
—
αμνησία
—
πολυγράφηση
—
φοβέρισμα
—
έλικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,