Новогреческий словарь
ενεργητικό
ενεργητικό
το бухг. тж. перен.
актив
;
~ τής επιχείρησης — актив предприятия
;
έχω πολλά στό ~ μου — иметь много достоинств в своём активе
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
актив
? —
ενεργητικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενεργητικό
? — актив
#
(ново)греческий словарь
—
βραδιά
—
γκαντίρικο
—
θωρηκτό
—
αναρχικότητα
—
μνησικακώ
—
επευφημία
—
βουργάρικος
—
ολίγιστος
—
όξω
—
αρπάζομαι
—
τυρέμπορος
—
καϊκτσής
—
εμπίπτω
—
βαθιονόητος
—
βραστερός
—
πυελοσκόπηση
—
αποστάζω
—
εμοί
—
ημίμετρα
—
ελεφαντόδετος
—
προπίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве