|
пикетировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикетировать? — πικετοφορώ как с (ново)греческого переводится слово πικετοφορώ? — пикетировать — αχνόφεγγο — διακόλληση — εικοσιπεντύδραχμο — ζωολογικός — εφοπλισμός — σεληνοειδής — φραγμένος — δογκιχωτισμός — γλυκοτραγουδώ — λιοκαμένος — ταρίφα — γλωσσοκοπία — αυγινός — γδύνω — νεκρωτικός — τουρκολογία — επιλησμοσύνη — καθεστηκώς — εξέσπασα — αναμοιομορφία — χειροποίητος |
|||