Новогреческий словарь
βυρσοδεψώ
βυρσοδεψώ
дубить кожу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дубить кожу
? —
βυρσοδεψώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
βυρσοδεψώ
? — дубить кожу
#
(ново)греческий словарь
—
αντειρηνυκός
—
αίστημα
—
πρωτοβάζω
—
βιάζομαι
—
στρατοπέδευση
—
μοιρολατρικός
—
ταίρι
—
πλατωνικός
—
αβάσταγος
—
επανεκλογή
—
εκτελωνιστικός
—
εκτρίβω
—
τριώροφος
—
βάκτρο
—
ευφλόγιστος
—
μεσοστρατίς
—
Αφγάν
—
καψαλισμένος
—
ινδοευρωπαϊκός
—
ξεβούλωμα
—
μικροπράγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве