σφυγμόμετρο

формы словаβ
σφυγμόμετρο
το сфигмометр (прибор для измерения пульса)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сфигмометр? — σφυγμόμετρο
как с (ново)греческого переводится слово σφυγμόμετρο? — сфигмометр


Λερναίοςψευδοκράτοςγραμματολογίαυδρολήπτηςαυτοκυριαρχίααντιπαράστασηεπαγωγικόςφέξοκαμηλάτηςεισκόμισηεκλιπώναχυροδετικόςχάρονταςσύνδεσηεπίδεσμοςνεόφερτοςξεβγάζωβλαχοκάλυβοπεριγελαστικόςαερομοντελιστήςπυρακτώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit