|
после каникул; после праздников (рождества, пасхи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово после каникул? — απόσχολα как на (ново)греческом будет слово после праздников? — απόσχολα как с (ново)греческого переводится слово απόσχολα? — после каникул, после праздников — ακατακύρωτος — θερμοπαρακαλώ — συνασπίζομαι — γιδίσιος — μαντατεύτρα — χρησμολογία — ου — παραγέμισμα — διενεργώ — εχθρότητα — πέτρινος — διμηνίτης — καρδιοτονωτικός — πορτάκι — οπτάνθραξ — σουρεαλίστρια — παραφθαρμένος — αποστενώνω — φυσιοθεραπευτής — σκορδαλιά — παραχαράκτης |
|||