|
(-ητος) η запоздалость, задержка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запоздалость? — οψιμότης как на (ново)греческом будет слово задержка? — οψιμότης как с (ново)греческого переводится слово οψιμότης? — запоздалость, задержка — αλκαλοειδές — αποδιαλέγω — παιδίσκη — φωτοσκιάζω — αδελφομοιρασιά — σύν — αμπάς — φλογερότητα — ζούπισμα — εξίδρωμα — αντικαταλλαγή — αβανταδόρικος — αρμέχτρα — επίπεδες — νίτρωση — διαπαρθενεύω — αποκρυφιολογία — δίκυκλον — καταθλίβω — αυτοεγκατάλειψη — ξύομαι |
|||