Новогреческий словарь
εγκατοπτρίζομαι
εγκατοπτρίζομαι
1)
отражаться
;
2)
смотреться в зеркало
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отражаться
? —
εγκατοπτρίζομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
смотреться в зеркало
? —
εγκατοπτρίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκατοπτρίζομαι
? — отражаться, смотреться в зеркало
#
(ново)греческий словарь
—
ταγμα
—
παστέλι
—
δημοτικότητα
—
σαγηνεύω
—
δαμιζάνα
—
προύντζινος
—
ένουρος
—
εξαμερικανίζω
—
βιόλα
—
μεταχειρισμένος
—
χοροπηδητό
—
αιμόλυση
—
ενδοιασμός
—
βοτανοπώλης
—
διαβολή
—
εντεροπληγία
—
καρεκλοθήρας
—
σταυραδέρφι
—
ιππεμπορεία
—
άβατον
—
υπερτίμηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве