|
1) отражаться; 2) смотреться в зеркало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отражаться? — εγκατοπτρίζομαι как на (ново)греческом будет слово смотреться в зеркало? — εγκατοπτρίζομαι как с (ново)греческого переводится слово εγκατοπτρίζομαι? — отражаться, смотреться в зеркало — δίπτυχος — φιλοξενούσα — μεραρχιακός — γαβαθίζω — αντικομματικός — γοργογύριστος — σκαλιέρα — πλουτισμός — γραμματική — αποχυλώνω — παγωνιά — στροφίδι — συμπεθέρα — απορριπτικά — γλυκοτρέμω — γεζουίτης — ισοτέλεια — γαρμπάτος — σαχλαμαράκιας — έταμον — ελεγκτής |
|||