Новогреческий словарь
ατμοσφαιρικός
ατμοσφαιρικός
атмосферный, атмосферический
;
~ή πίεση — атмосферное давление
;
~ κατοπτρισμός — фата-моргана, мираж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
атмосферный
? —
ατμοσφαιρικός
как на
(ново)греческом
будет слово
атмосферический
? —
ατμοσφαιρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατμοσφαιρικός
? — атмосферный, атмосферический
#
(ново)греческий словарь
—
γραφομηχανή
—
ρυάκι
—
αχυροφάγος
—
κουτομόγιας
—
αναγγελτήριο
—
κηροπλάστης
—
απολυμαντικός
—
αρχειοθέτηση
—
γλιφός
—
καταφατικά
—
παραψυχολογικός
—
εξονυχίζω
—
ευρυγώνιος
—
αποκαρδίωση
—
θεριστικότητα
—
σακχαροποιός
—
υπαιτιότητα
—
φρόνηση
—
ανέμποδος
—
επίτηδες
—
φύλαρχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве