Новогреческий словарь
πρωτοετής
πρωτοετ|ής
:
πρωτοετής (φοιτητής) — первокурсник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοετής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κρυσταλλοδίοδος
—
λιποθυμιά
—
γερώ
—
τύραγνος
—
ψυχοφυσική
—
εκείμην
—
αυθαιρεσία
—
απειλητικός
—
εκποίητος
—
προεπίδοση
—
ιστογράφος
—
πλεονάζω
—
διαλεχτός
—
βραστήριον
—
κάψα
—
ανάταξη
—
φούμος
—
λατομείο
—
αντίθετο
—
κουτσαβάκι
—
ξερραγιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве