|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασυστόλως? — — κακουχία — αταύτιστος — φυσιολάτρης — τρικλοποδιά — περιτροπή — γύφτισσα — συγκροτώ — εκταίος — γιορτιάτικα — αντεπίθεση — μπουλούκος — εμφράσσω — αερόσφαιρα — οικόσιτος — λαμπιόνι — απολύω — ασύδοτα — αλευρικό — καφάσι — απριόρι — ακοπάνιστος |
|||