|
η отсутствие эрекции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие эрекции? — αστυσία как с (ново)греческого переводится слово αστυσία? — отсутствие эрекции — ζίκ-ζάκ — γεώδης — ελεγείο — αποσχηματίζω — πελεκημένος — ομόρρυθμος — όλμος — αναλφάβητος — ληστοτρόφος — παραξηγάω — φασματογράφος — στυλώνω — ρεβιζιονίστρια — φευκτός — πουντάρω — κουτσομάγαζο — αλέπτυντος — αγκυλωματιά — υπνωτίστρια — ορμονικός — πρόβλεψη |
|||