λεπιδωτός

формы словаβ
λεπιδωτός
чешуйчатый



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово чешуйчатый? — λεπιδωτός
как с (ново)греческого переводится слово λεπιδωτός? — чешуйчатый


γύψωσημονοκρατορίααγκύληκακομελετώμπεντένιεπτατομικόςετυμολογημένοςβαριοκέφαλοςλειτουργώνευράξωναρχιμουσικόςπολυδουλεμένοςφεμινιστικόςφιδοπουκάμισοβασιλόφρωνλέζαπουριάζωεμβρυοξιφοδιδάσκαλοςκατόκλυσηκινηματίας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit