|
чешуйчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чешуйчатый? — λεπιδωτός как с (ново)греческого переводится слово λεπιδωτός? — чешуйчатый — γύψωση — μονοκρατορία — αγκύλη — κακομελετώ — μπεντένι — επτατομικός — ετυμολογημένος — βαριοκέφαλος — λειτουργώ — νευράξων — αρχιμουσικός — πολυδουλεμένος — φεμινιστικός — φιδοπουκάμισο — βασιλόφρων — λέζα — πουριάζω — εμβρυο — ξιφοδιδάσκαλος — κατόκλυση — κινηματίας |
|||