Новогреческий словарь
γερνάω
γερνάω
(αόρ. (ε)γέρασα) 1. αμετ.
стариться
;
2. μετ.
старить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стариться
? —
γερνάω
как на
(ново)греческом
будет слово
старить
? —
γερνάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γερνάω
? — стариться, старить
#
(ново)греческий словарь
—
Ιλλυριός
—
αυτονόητος
—
συκοφάντρια
—
φιμώνομαι
—
καπνοβιομηχανία
—
συννεφόκαμα
—
εκλαϊκεύω
—
χρυσογόνος
—
εξαφανισθέντες
—
απόγωνος
—
γυψουργείο
—
κουμπές
—
σερσέμικος
—
χαζοβιόλης
—
λασποβροχή
—
θεόμορφος
—
πατριαρχία
—
αποβάθρα
—
διάτρημα
—
αεροβασία
—
γλυκολάλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве