Новогреческий словарь
γενίτσαρος
γενίτσαρ|ος
ο ист.
янычар
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
янычар
? —
γενίτσαρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γενίτσαρος
? — янычар
#
(ново)греческий словарь
—
διαλέγομαι
—
αποσπόντα
—
σιγουράρω
—
ονομαστικό
—
ανδραγαθία
—
στύψιμο
—
βαστάγι
—
επανόρθωση
—
τρωκτικός
—
φαναρτζοδουλειά
—
ζυγοσταθμευτής
—
αποκρισιάριος
—
ανολοκλήρωτος
—
υποδηματοεπιδνορθωτήριο
—
ασύρικτος
—
φθινοπωρινός
—
εντομοφάγος
—
αισθητήριος
—
χρωματουργείο
—
ρούσος
—
φαγεδαινισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве