|
ο индюк, индюшка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индюк? — ινδιάνος как на (ново)греческом будет слово индюшка? — ινδιάνος как с (ново)греческого переводится слово ινδιάνος? — индюк, индюшка — διεκπνέω — διενέργεια — ρήτορας — σταλιά — γαλακτοκομία — πηρός — υστεριάζω — χαρτονοποιός — ποταμοφυής — καραγκούναρος — κατακομματιάζω — νευροπαθής — γαβαθίζω — ακάρπιστος — παρατραβώ — κνίδωση — ψευδοδάφνη — εθνεγερτήριον — Ιρλανδία — αφθονών — αντιπαρασιτικό |
|||