|
: βασανίτης λίθος — спец. пробный, пробирный камень #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βασανίτης? — — τροχάζω — τομέας — κομπαστικός — καρδιεκτασία — επάλλαξις — καρπέτο — όμικρον — αρχηγώ — εκφεύγω — ανάκατα — θρονί — κόρνο — χοντρός — γεύω — ποικιλτική — βαρηκοΐα — μαργιόλικος — μορταδέλλα — καρβοξύλιο — παρεπίδημώ — αμαρτύρητος |
|||