Новогреческий словарь
ρεγχαστικός
ρεγχαστικός
1)
храпящий
;
2)
относящийся к храпу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
храпящий
? —
ρεγχαστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к храпу
? —
ρεγχαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρεγχαστικός
? — храпящий, относящийся к храпу
#
(ново)греческий словарь
—
ατομικός
—
παλαβομάρα
—
μυροποιείο
—
κρατητά
—
ηφαιστειολόγος
—
πυρασφάλεια
—
τηλεφωνικώς
—
διαπερατότητα
—
χασμουριέμαι
—
βιοποριστικά
—
παρεκτροπή
—
ξεσπάνω
—
μισθωτήριο
—
οξόνη
—
άπατη
—
διασπάθηση
—
άβαφτος
—
διέλευση
—
καψουρεύομαι
—
δευτερογενής
—
διακέντητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,