|
1) храпящий; 2) относящийся к храпу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово храпящий? — ρεγχαστικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к храпу? — ρεγχαστικός как с (ново)греческого переводится слово ρεγχαστικός? — храпящий, относящийся к храпу — πραγμάτωση — ανθοκάνιστρο — εμπλάστρωμα — ναρκισσιστικός — σπολάδα — γλυκαίνω — πικρότητα — πρεσβεία — εμπνεύστρια — αντιστρατήγημα — κουρτέλο — αναφρούμασμα — αυτογενής — σμηγματογόνος — σέλινο — αζύγιστος — ψευδορκώ — μετανεωτερικά — άργανα — χαλικίτις — κολάρο |
|||