Новогреческий словарь
μαρέγγα
μαρέγγα
η кул.
меренга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меренга
? —
μαρέγγα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαρέγγα
? — меренга
#
(ново)греческий словарь
—
οπισθόβουλος
—
οδοιπορώ
—
ακόσμως
—
ηλικιωμένος
—
ψαλμουδιά
—
αλευρωμένος
—
θυρίδα
—
ογκηθμός
—
μεσόβαθρο
—
σχετλιασμός
—
ενημερωτικός
—
χαλκομανία
—
χύλωμα
—
ανύμφευτος
—
εορτινός
—
κομμουνισταριό
—
περιφέρεια
—
μαθητολόγιο
—
μουγγρίζω
—
κατακόβω
—
μικρόκοκκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω