|
η кул. меренга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меренга? — μαρέγγα как с (ново)греческого переводится слово μαρέγγα? — меренга — ψητοπώλης — ταχυμαθής — κάρωσις — μήνις — ανδραγαθώ — Μολδαυή — περσική — λαοκράτης — ξεκούρδισμα — ανακοινώσιμος — αυλακώδης — μεταλλόχρους — χρωματοσκόπιο — πέος — υπερτίμηση — ξεντύνομαι — ακροάζομαι — ποταμήσος — αντινομία — εμβρυογραφία — ξαγκίστρωμα |
|||