|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερπυστριοφόρο? — — μεζεδάδικο — αναμφιβόλος — νήπιο — λοιμική — υπερσιβηρικός — εξύφανση — μεταπείθω — συναλλάσσω — τετράτροχος — εξαιρούμαι — αμαζόνα — σησαμέλαιο — ρωπικά — εδαφογνωσία — παραμόνιμος — μικροβόλτ — εύσαρκος — προσαύξηση — πορτραίτο — χωριστά — γωνίωμα |
|||