|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεργαζόμενος? — — φάντασμα — μυριόχρωμος — σκεπτικότητα — αναπάπουλος — φωνολογία — γιατρικό — φραγμένος — στέρεψη — άκλεφτος — ανιμίστρια — κοχλιαίος — ιξώδης — συμφωνικός — αορίστως — τριπλούς — ξυλοφορτώνω — βαρελήσιος — πρώραθεν — αζήμιωτος — κατασκευή — ασκητικά |
|||