Новогреческий словарь
περιηγητής
περιηγητ|ής
ο
турист, путешёственник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
турист
? —
περιηγητής
как на
(ново)греческом
будет слово
путешёственник
? —
περιηγητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιηγητής
? — турист, путешёственник
#
(ново)греческий словарь
—
αδιέξοδο
—
φθογγικός
—
χονδρέμπορος
—
Σκανδιναυός
—
ξεμπλέκω
—
χειμωνιάτικα
—
διάμασχα
—
προφυλάκιση
—
γεννηταρούδι
—
παγκοσμιοποιώ
—
τηλεφωτογραφία
—
ανελεημοσύνη
—
φώνασμα
—
παρασχηματισμός
—
αβοήθητος
—
μεταξοϋφαντουργία
—
μπεγέντισμα
—
λογοκοπία
—
καραβοτσακισμένος
—
στερφοπροβατίνα
—
αφασικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве