|
вооружённый копьём; οι ~οι — лансье (старинный танец) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый копьём? — λογχοφόρος как с (ново)греческого переводится слово λογχοφόρος? — вооружённый копьём — ειρωνικά — αήθης — μοσχοβίτισσα — επίδοση — συλλογιούμαι — γνάθος — καλύβι — γελιέμαι — ματαίωση — παραγοντοποίηση — γαλατσόχορτο — κακονυχτάω — μηχανοδηγός — φυλετικός — φετεινός — διάργυρος — αντιπρόεδρος — ρυτήρ — κόγχη — συμμέτρηση — ματαιοπονώ |
|||