|
ο церк. проповедник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проповедник? — ιεροκήρυκας как с (ново)греческого переводится слово ιεροκήρυκας? — проповедник — αυτοκινητίστρια — δαφνιακός — σμεουρδιά — καρδιόπονος — αναπέφτω — χειραγώγηση — ανθρωπίζω — πολύμοχθος — μικροβιολοσία — μετάλλευση — βακτηριολογία — φουρκίζομαι — προτροπή — Σμαρώ — οδοντίνη — τελειοποιήσιμος — πιτυργιάζω — ιώτα — σκόρπια — ατιμία — διπλότυπος |
|||