Новогреческий словарь
βροντηγμός
βροντηγμός
ο
грохот, стук
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грохот
? —
βροντηγμός
как на
(ново)греческом
будет слово
стук
? —
βροντηγμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βροντηγμός
? — грохот, стук
#
(ново)греческий словарь
—
σκληρόσαρκος
—
ξυλόστρωση
—
διπόντο
—
χρωμολιθογραφία
—
ανθρωποειδής
—
αμεταγύριστος
—
ρηματικός
—
ντετερμινισμός
—
οδοποιός
—
λιανοκέρι
—
καλένδες
—
αιμολυσία
—
κολοκκίκι
—
αντικρούω
—
ομογένεια
—
πλάτος
—
πειραματιστής
—
κουρμαδιά
—
ασβεστοχρίω
—
περιγενόμενοι
—
καμηλαύκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве