|
τα сухой док #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сухой док? — νεώλκιον как с (ново)греческого переводится слово νεώλκιον? — сухой док — παλιόμουτρο — παρενοχλητικός — δανειστικός — γλεντοκόπι — ετυμολογία — φτωχομάννα — αναθεώρηση — βροχομετρικός — διαχειμάζω — εκθαμβώνω — ενδότερα — λαμπικαριστός — οκταπλούς — επικηρύσσω — περιγελαστής — αλαζονεία — υποσκίασμα — καταλογίζω — μώλωψ — πλάϊ — κυνήγημα |
|||