Новогреческий словарь
κλώτσος
κλώτσ|ος
ο
сильный пинок
;
===
άνθρωπος τού μπάτσου καί τού κλώτσου — затюканный, униженный человек
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сильный пинок
? —
κλώτσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλώτσος
? — сильный пинок
#
(ново)греческий словарь
—
σαπρός
—
γιγαντομαχώ
—
αρρενοκοίτης
—
αταίριαστος
—
γωνιακός
—
διασταυρώνοντας
—
φοινικόδασος
—
γλυκοσαλιάρης
—
εναπόθεμα
—
φιλόστοργος
—
επειγόντως
—
πνευστίαση
—
ένδεια
—
ανεμόσυρμα
—
συμπαραστατώ
—
απαιτητικότητα
—
καταπήξ
—
εκπεσμός
—
υδαταγωγός
—
διαπρέπω
—
λουσμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве