|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειοδοτικός? — — κηρήθρα — οδηγητικός — εντύλιγμα — αμηχανώ — αγούρμαστος — γαλβανίζω — διαμαρτύρηση — μελανός — πλησιφαής — ανακινώ — σίδερο — βαστώ — γλοιίνη — μουγγά — νεροκολοκυθιά — προσχωματικός — απαυτός — κατοικιό — καλυκάγρα — πολύμορφα — καναδέζικος |
|||