Новогреческий словарь
τουρτούρισμα
τουρτούρισμα
το
дрожь, озноб
(от холода)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дрожь
? —
τουρτούρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
озноб
? —
τουρτούρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τουρτούρισμα
? — дрожь, озноб
#
(ново)греческий словарь
—
ληστής
—
επέστην
—
συντελεστής
—
κηφηναριό
—
βράση
—
υδρορροή
—
αχόλιαγος
—
γανίλα
—
συσταχώνω
—
αυτοπαρηγορία
—
αχρόνιαγος
—
λεηλατώ
—
τσελίκα
—
βροχοσκόπιον
—
κουταμάρα
—
αυτονομικός
—
ριζοφάγος
—
συνωνυμία
—
μεγαέργιο
—
πολτοποιούμαι
—
μακρυχέρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве