|
доисторический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доисторический? — προϊστορικός как с (ново)греческого переводится слово προϊστορικός? — доисторический — κληρονόμος — εξώδικος — αυγουλωτός — σωματοποιούμαι — Σόλοι — προγνωστικός — εξαμβλωματικός — εξάμηνος — σχωρεμένος — απόκαρση — φευκτέος — δεοντολογικός — ζωγραφω — ιατρόσημον — παρακουράζομαι — εξατμίζομαι — κατηγόρια — περδικόστηθη — βυθομετρία — απισχναίνομαι — αυτογραφικός |
|||