|
1) изменчивый; 2) портящийся (о продуктах, лекарствах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изменчивый? — αλλοιωτός как на (ново)греческом будет слово портящийся? — αλλοιωτός как с (ново)греческого переводится слово αλλοιωτός? — изменчивый, портящийся — αυτοταπείνωση — φόρτσα — αγρότισσα — μόριο — ξυλοβιομηχανία — σβεννύω — κοπλιμέντο — ξαναλέω — οικοδομική — συνάντημα — αυτοσυστήνομαι — ανέχομαι — ανταλλακτικά — θεμελίωση — ζύγια — μυθοποιώ — μπάρρα — αφίππευση — θεοδολίδιον — ατμοποίηση — ακούνιστος |
|||