|
двусложный, из двух слогов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двусложный? — δισύλλαβος как на (ново)греческом будет слово из двух слогов? — δισύλλαβος как с (ново)греческого переводится слово δισύλλαβος? — двусложный, из двух слогов — αγραβανί — πλάτυνση — πυτίνη — προγονικός — σαλάτα — αστεράτος — μαγεύτρια — αιματόμετρο — γεννητούρια — αποπωματίζω — σφιχτόκωλος — γλαφυρά — αναντίστρεπτος — γαβαθιάρισσα — αποτίμηση — σλαυόφιλος — διακαώς — ρήχνω — μετουσίωση — διακυβερνώ — δεματολογος |
|||